λεκτικάριος

λεκτικάριος
λεκτικάριος, ὁ (Μ)
1. αυτός που είχε τη μέριμνα για την ταφή τών νεκρών
2. ο ένας από τους δύο ή τέσσερεις υπηρέτες που σήκωναν στον ώμο το λεκτίκιον τού κυρίου τους στα ταξίδια ή στους περιπάτους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lecticarius «φορειοφόρος» (< λατ. lectica «φορείο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”